Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το κορμί

  • 1 тело

    тело с το σώμα; το κορμί (туловище)
    * * *
    το σώμα; το κορμί ( туловище)

    Русско-греческий словарь > тело

  • 2 туловище

    туловище с το κορμί
    * * *
    с
    το κορμί

    Русско-греческий словарь > туловище

  • 3 кособочить

    -чу, -чишь
    ρ.δ. (απλ.) στραβοσουγιάζω το κορμί, στραβώνω το κορμί στο πλευρό.
    γίνομαι στραβόπλευρος, γέρνω το σώμα στο πλευρό.

    Большой русско-греческий словарь > кособочить

  • 4 согнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. согнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βλ. гнуть.
    2. βλ. горбить.
    3. μτφ. υποτάσσω, κάμπτω, λυγίζω.
    εκφρ.
    согнуть голову – σκύβω το κεφάλι (υποτάσσομαι)•
    согнуть в дугу ή в три дуги; согнуть в три погибели – α) λυγίζω το κορμί σαν το φίδι. β) καθυποτάσσω, δαμάζω, τιθασεύω (σώφρων ίζω).
    1. βλ. гнуться.
    2. βλ. горбиться.
    3. υποτάσσομαι, λυγίζω, κάμπτομαι.
    εκφρ.
    согнуть в дугу ή в три дуги; согнуть в три погибели – α) λυγίζω το κορμί σαν το φίδι, ή κάνω βαθιά υπόκλιση, β) μτφ. καθυποτάσσομαι, σωφρωνίζομαι, γίνομαι αρνάκι.

    Большой русско-греческий словарь > согнуть

  • 5 стан

    α.
    1. σώμα (κορμί) ανθρώπινο.
    2. κορμί του πουκάμισου (εκτός τα μανίκια).
    α.
    1. σταθμός, κατάλυμα• κρυσφύγετο•

    разбойничий стан κρυσφύγετο ληστών•

    бригадный стан ο σταθμός της μπριγάδας.

    || παλ. στρατόπεδο.
    2. στράτευμα. || μτφ. ομάδα.
    3. επαρχία (διοικητ ική-αστυνομική).
    α.
    1. (υπο)στήριγμα ξύλινο.
    2. μηχανή•

    прокатный стан μηχανή ελασματοποίησης.

    Большой русско-греческий словарь > стан

  • 6 туловище

    το σώμα
    το κορμί

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > туловище

  • 7 живой

    жив||ой
    прил
    1. ζωντανός:\живойое существо́ τό ζωντανό πλάσμα· \живой пример τό ζωντανό παράδειγμα· жив и здоров σῶος καί ὑγιής·
    2. (полный жизни, подвижный) ζωηρός:
    \живой ребенок (ум) τό ζωηρό παιδάκι (πνεῦμα)· \живойые глаза τά ζωηρά μάτια· \живойо́е воспоминание (воображение) ἡ ζωηρή ἀνάμνηση (φαντασία)· принимать \живойо́е участие в чем-л. παίρνω δραστήριο μέρος σέ κάτι· ◊ \живой язык ἡ ζωντανή γλώσσα· \живойые цвети τά φυσικά ἄνθη· \живойые краски ζωηρά χρώματα· задеть кого́-л. за \живойо́е πειράζω πολύ, συγκινώ βαθειἄ на \живойу́ю ийтку τό τρύπωμα· остаться в \живойых μένω ζωντανός, ἐπιζῶ· ни жив ни мертв разг μέ τήν ψυχή στό στόμα· \живойо́го места нет δέν ἔμεινε оСте ἕνα γερό μέρος στό κορμί μου· ни (одной) \живой души ὁὔτε φυχή.

    Русско-новогреческий словарь > живой

  • 8 корпус

    корпус
    м
    1. (туловище) τό σώμα, τό κορμί·
    2. (корабля) τό σκάφος πλοίου·
    3. (здание) ἡ οίκοδομή, τό χτίριο·
    4. полигр. τά στοιχεία των 10 στιγμών
    5. воен. τό σώμα:
    армейский \корпус τό σώμα στρατού·
    6. тех. τό πλαίσιο[ν], ἡ θήκη:
    \корпус карманных часов ἡ μεταλλική θήκη τοῦ μηχανισμού ὠρολογίου· ◊ дипломатический \корпус τό διπλωματικόν σώμά кадетский \корпус ист. ἡ στρατιωτική σχολή.

    Русско-новогреческий словарь > корпус

  • 9 прохвост

    прохвост
    м б ран. ὁ παλιάνθρωπος, τό χαμένο κορμί.

    Русско-новогреческий словарь > прохвост

  • 10 разгибать

    разгиба||ть
    несов τεντώνω, ἐκτείνω, ξεδιπλώνω:
    \разгибать спи́ну τεντώνω τό κορμί μου· не \разгибатья спины χωρίς νά σηκώνω τό κεφάλι.

    Русско-новогреческий словарь > разгибать

  • 11 распрямить

    распрямить
    сов, распрямлять несов ἰσ(ι)άζω, ἰσιώνω, ἀνορθώνω, τεντώνω:
    \распрямить железный прут ἰσιώνω τήν σιδερένια βέργα· \распрямить спину τεντώνω τό κορμί (μου).

    Русско-новогреческий словарь > распрямить

  • 12 рост

    рост
    м
    1. (развитие) ἡ ἀνάπτυξη [-ις], ἡ ἀνοδος, ἡ αὐξηση:
    остановиться в \росте παύω νά ἀναπτύσσομαι· \рост промышленности ἡ ἀνάπτυξη τής βιομηχανίας· \рост производительности труда ἡ αὐξηση τής παραγωγικότητας τής ἐργασίας· \рост посевной площади ἡ ἐπέκταση των καλλιεργησίμων ἐδαφων \рост благосостояния ἡ ἄνο-δος τής εὐημερίας·
    2. (человека) τό ἀνάστημα, τό μπόϊ:
    высокого (низкого) \роста ὑψηλού (μικροδ) ἀναστήματος· не по \росту δέν ταιριάζει στό ὑψος (μου)· во весь \рост μ' ὁλόρθο τό κορμί, σ'ὅλο τό ἀνάστημα· растянуться во весь \рост ξαπλώνομαι (или πέφτω) φαρδύς πλατύς· встать по \росту συντάσσομαι κατ· ἀνάστημα· \ростом не выйти разг μένω κοντός·
    3. (размер) τό μέγεθος· ◊ давать деньги в \рост уст. δανείζω χρήματα μέ τόκο, τοκίζω χρήματα.

    Русско-новогреческий словарь > рост

  • 13 стан

    стан I
    м (туловище, корпус) ἡ κορ-μοστασιά, τό κορμί.
    стан II
    м (лагерь) τό στρατόπεδο[ν].
    стан III
    м тех.:
    прокатный \стан τό ἔλαστρο[ν], ἡ ἐλασματουργός μηχανή.

    Русско-новогреческий словарь > стан

  • 14 тварь

    тварь
    ж
    1. уст. τό ζωντανό·
    2. бран. τό χαμένο κορμί, τό παλιοτόμαρο.

    Русско-новогреческий словарь > тварь

  • 15 ублюдок

    ублюдок
    м презр. τό παλιοτόμαρο, τό χαμένο κορμί.

    Русско-новогреческий словарь > ублюдок

  • 16 гибкий

    επ., βρ: -бок, -бка, -бко.
    1. ευλύγιστος, λυγερός, εύκαμπτος•

    -ая ветка λυγερό κλαδί (βέργα)•

    гибкий стан λυγερό κορμί.

    2. μτφ. ευμετάβλητος•

    -ая политика ευλύγιστη πολιτική•

    гибкий голос εύστροφη φωνή•

    -ое законодательство ευλύγιστη νομοθεσία.

    Большой русско-греческий словарь > гибкий

  • 17 дряблый

    επ., βρ: дрябл, -ла, -ло
    1. στεγνωμένος, μαραζωμένος, -ζιάρης, -ζιάρικος• α-θαλής•

    -ое тело μαραζωμένο κορμί•

    -ая кожа μαραζωμένο δέρμα, χωρίς φρεσκάδα.

    2. μτφ. άβουλος, χαλαρός, πλαδαρός, άτονος.

    Большой русско-греческий словарь > дряблый

  • 18 дух

    -а (-у) α.
    1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•

    в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•

    в том же -е στο ίδιο πνεύμα•

    в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.

    (φιλοσ.) το Πνεύμα•

    абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.

    || (θρησκ.) ψυχή.
    2. ηθικό•

    боевой дух μαχητικό πνεύμα•

    моральный дух το ηθικό•

    дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•

    сила -а ηθική δύναμη•

    подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•

    упадок -а πτώση ηθικού.

    || θάρρος•

    поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•

    не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.

    3. νόημα, ουσία•

    это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•

    дух времени το πνεύμα των καιρών.

    4. άυλη υπόσταση•

    добрый дух το αγαθό πνεύμα•

    злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).

    5. αναπνοή•

    дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•

    затаить -κρατώ την ανάσα•

    дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.

    6. παλ. αέρας.
    7. μυρουδιά.
    8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•

    скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•

    он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.

    || με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•

    он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.

    εκφρ.
    святой – Αγιο Πνεύμα•
    святым -ом (узнатьκ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•
    быть в -е – είμαι σε ευθυμία•
    быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•
    во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчатьсяκ.τ.τ.) ολοταχώς•
    быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•
    как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•
    покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•
    расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•
    ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•
    чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•
    дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας.

    Большой русско-греческий словарь > дух

  • 19 здоровый

    επ., βρ: -ров, -а, -о
    1. υγιής, γερός• ζωηρός•

    здоровый организм γερός οργανισμός•

    -вид ζωηρή όψη•

    в -ом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί (νους υγιής εν σώματι υγιεί).

    || μτφ. σωστός, λογικός, ορθός•

    -ая политика σωστή πολιτική•

    -ая критика σωστή κριτική•

    -ая идея σωστή ιδέα (σκέψη).

    2. υγιεινός•

    здоровый ая пища υγιεινή τροφή•

    здоровый воздух καθαρός αέρας.

    3. ουσ. ρωμαλέος, εύρωστος, εύεκτος, γερός.
    4. (με σημ, κατηγ.) ακούραστος• επιτήδειος, ικανός.
    5. (απλ.) δυνατός, ισχυρός.
    εκφρ.
    будь -ов! – α) χαίρετε, αντίο, γεια σας! β) (μετά από φτάρνισμα) υγεία! γ) (στην πρόποση) στην υγειά σας! βίβα!•
    по добру по –ву – ε το καλό•
    убирайтесь по добру по здоровый ву – φύγετε απ εδώ με το καλό.

    Большой русско-греческий словарь > здоровый

  • 20 корпус

    α.
    1. (πλθ. -ы) σώμα, κορμί(ανθρώπου ή ζώου).
    2. (τεχ.) πλαίσιο, θήκη.
    3. σκάφος, κύτος πλοίου.
    4. χωριστό οικοδόμημα. || χωριστό τμήμα μεγάλου οικοδομήματος.
    5. (στρατ.) σώμα•

    кавалерийский корпус σώμα ιππικού•

    резервный корпус εφεδρικό σώμα•

    офицерский корпус το σώμα των αξιωματικών•

    жандармский корпус το σώμα της χωροφυλακής.

    6. μέση στρατιωτική σχολή.
    7. (πολυγρ.) τα στοιχεία των 10 στιγμών.
    εκφρ.
    дипломатический корпус – διπλωματικό σώμα.

    Большой русско-греческий словарь > корпус

См. также в других словарях:

  • κορμί — το (ΑM κορμίον, Μ και κορμί και κορμίν) σώμα, κυρίως ανθρώπινο, αλλά και ζώου νεοελλ. ο κορμός τού σώματος ανθρώπου ή και ζώου 2. παράστημα, κορμοστασιά 3. άνθρωπος, άτομο, πρόσωπο, ανθρώπινη υπόσταση (α. «από τα λόγια τα μορφα κορμί μεγάλον… …   Dictionary of Greek

  • κορμί — το ο κορμός του σώματος του ανθρώπου ή ζώου, το σώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορμιάζω — [κορμί] 1. κάνω κορμί, αυξάνομαι, ψηλώνω, ρίχνω μπόι 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κορμιασμένος, η, ο γεροδεμένος, σωματώδης …   Dictionary of Greek

  • ισόκορμος — ἰσόκορμος, ον (Μ) αυτός που έχει ίσιο κορμί, ευθυτενής, ορθοτενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κορμί] …   Dictionary of Greek

  • κορμάκι — το (Μ κορμάκιν) [κορμί] (θωπευτικά) μικρό κορμί, σωματάκι νεοελλ. εφαρμοστό ρούχο γυμναστικής ή μπαλέτου …   Dictionary of Greek

  • κορμάρα — η 1. ωραίο, ψηλό, μεγαλοπρεπές κορμί 2. ψηλή, μεγαλόσωμη γυναίκα με ωραίο παράστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορμί + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. γυναικ άρα, ψωμ άρα)] …   Dictionary of Greek

  • κορμίτσιν — κορμίτσιν, τὸ (Μ) σώμα, κορμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορμί + υποκορ. κατάλ. ίτσιν (πρβλ. κορ ίτσιν, κρομμυδ ίτσιν)] …   Dictionary of Greek

  • κούκλα — Το αρχαιότερο, ίσως, παιχνίδι του κόσμου. Όπως μαρτυρούν οι κ. που βρέθηκαν σε μερικούς περουβιανούς τάφους, η καταγωγή τους ανάγεται στην προϊστορία. Στην αρχαία Αίγυπτο οι κ. είχαν κινητά χέρια, περούκες από αληθινά μαλλιά, ενώ υπήρχαν και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»